πεντάδυμος

πεντάδυμος
-η, -ο
1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τέσσερα άλλα παιδιά στην ίδια γέννα από την ίδια μητέρα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεντάδυμα- πέντε αδέλφια που γεννήθηκαν σε μία γέννα από μία μάννα («τα πεντάδυμα τού Καναδά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -δυμος (< θ. τού δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. τετρά-δυμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”